σχετέος

σχετέος
-α, -ον, Α
1. αυτός ο οποίος πρέπει να αναχαιτιστεί, να συγκρατηθεί
2. (κατ' επέκτ.) απρεπής («σχετέα δρᾱν», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σχε- τής μηδενισμένης βαθμίδας τού ρ. ἔχω* (βλ. λ. σχέση) + κατάλ. -τέος τών ρηματ. επιθ. (πρβλ. απορριπτ-έος). Το ρηματ. επίθ. έχει διατηρήσει την αρχική σημ. τής ρίζας τού έχω *segh- «κρατώ στερεά, νικώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σχετήριον — τὸ, Α 1. μέσο με το οποίο αναχαιτίζεται κάτι και, κυρίως, μέσο θεραπείας («λιμοῡ καὶ τόδε σχετήριον φάρμακον», Ευρ.) 2. είδος στυπτικού φαρμάκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σχε τής μηδενισμένης βαθμίδας τού ρ. ἔχω (βλ. λ. σχέση, σχετέος) + επίθημα τήριον… …   Dictionary of Greek

  • σχετικός — ή, ό / σχετικός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που έχει σχέση αναλογίας ή ομοιότητας με κάποιον άλλο, συναφής (α. «σχετικές έννοιες» έννοιες τών οποίων τα αντικείμενα σχετίζονται, όπως λ.χ. αιτία και αιτιατό, ωκεανός και πέλαγος β. «πεπρᾱχθαί φησι κατ… …   Dictionary of Greek

  • σχητηρίαν — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἄγκυραν». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σχη τού μέλλ. σχήσωτον ρ. ἔχω (πρβλ. σχήμα) + επίθημα τήριος / τηρία (πρβλ. βακ τηρία. Για τη σημ. τής λ. βλ. λ. σχετέος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”