- σχετέος
- -α, -ον, Α1. αυτός ο οποίος πρέπει να αναχαιτιστεί, να συγκρατηθεί2. (κατ' επέκτ.) απρεπής («σχετέα δρᾱν», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σχε- τής μηδενισμένης βαθμίδας τού ρ. ἔχω* (βλ. λ. σχέση) + κατάλ. -τέος τών ρηματ. επιθ. (πρβλ. απορριπτ-έος). Το ρηματ. επίθ. έχει διατηρήσει την αρχική σημ. τής ρίζας τού έχω *segh- «κρατώ στερεά, νικώ»].
Dictionary of Greek. 2013.